- πνευματοποιός
- -όν, ΜΑ1. αυτός που δημιουργεί φύσα, φούσκωμα («πνευματοποιὸν καὶ δύσπεπτον», Απολλ.)2. αυτός που παράγει πνεύμα, πνοή3. αυτός που προκαλεί ρεύμα αέρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πνευματοποιός — producing flatulence masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πνευματοποιόν — πνευματοποιός producing flatulence masc/fem acc sg πνευματοποιός producing flatulence neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
πνευματοποιώ — έω, Α 1. [πνευματοποιός] 1. μετατρέπω σε πνεύμα, σε αέρα, εξαερώνω, εξατμίζω («πνευματοποιεῑν τὰ πεπηγότα», Αριστοτ.) 2. προκαλώ φύσα, προξενώ φούσκωμα … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek